- προβεβλημένος
- προβάλλωthrowperf part mp masc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβάλλομαι — προβάλλομαι, προβλήθηκα, προβεβλημένος βλ. πίν. 147 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής